ἀβίαστος

ἀβίαστος
ἀβίαστος, ον, ([etym.] βιάζομαι)
A unforced, without force or violence, Pl.Ti. 61a;

τὸ ἀ. φυλάξει

shall maintain order,

PThead.19.21

.
2 unstrained, unaffected,

χάρις D.H.Dem.38

.
3 not liable to compulsion,

ἀ. τὸ ἀπαθεί Porph.

ap. Eus.PE5.10.
4 irresistible, Sch.Opp.H. 2.8.
5 Adv.

-τως Arist.MA703a22

, Aët.9.28
, Simp. in Epict. p.117D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀβίαστος — unforced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβίαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε βιάστηκε, δεν εξαναγκάστηκε: Ό,τι έκαμα το έκαμα αβίαστος. 2. αυτός που γίνεται απλά και χωρίς εκζήτηση: Ο λόγος του ήταν φυσικός και αβίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβίαστος — η, ο (Α ἀβίαστος, ον) [βιάζω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν είναι δυνατόν να υποστεί εξαναγκασμό, βία 2. εκούσιος, θεληματικός 3. απροσποίητος, φυσικός νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει υποστεί βιασμό …   Dictionary of Greek

  • άβιαστος — η, ο χωρίς βιασύνη, ατάραχος: Μόλο που βλεπε τους άλλους να τρέχουν, αυτός βάδιζε άβιαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβιαστος — η, ο [βιάζω] αυτός που δεν βιάζεται, ο αργός …   Dictionary of Greek

  • ἀβιάστως — ἀβίαστος unforced adverbial ἀβίαστος unforced masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβίαστον — ἀβίαστος unforced masc/fem acc sg ἀβίαστος unforced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβιάστοις — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβιάστου — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβιάστων — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβιάστῳ — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”